κουβαλητός

κουβαλητός
-ή, -ό
(Μ κουβαλητός, -ή, -όν) [κουβαλώ]
αυτός που κουβαλιέται ή που μπορεί να μεταφερθεί από άλλους.
επίρρ...
κουβαλητά
με μεταφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • περιοιστικός — ή, όν, Α [περίοιστος] φορητός, κουβαλητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”